- ἐχώρισα
- χωρίζωseparateaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐχώρισ' — ἐχώρισα , χωρίζω separate aor ind act 1st sg ἐχώρισε , χωρίζω separate aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεχωρίζω — (Μ ξεχωρίζω) 1. χωρίζω, θέτω χωριστά, αποχωρίζω, τοποθετώ κάτι σε διαφορετική θέση από άλλα ή από άλλο αντικείμενο («ξεχώρισα τα φρέσκα από τα μπαγιάτικα») 2. δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση, προτιμώ, κάνω διάκριση («μην ξεχωρίζεις τους μαθητές σου»)… … Dictionary of Greek